τανύθριξ

τανύθριξ
-τριχος, ὁ, ἡ, και ως επίθ. τανύτριχος, -ον, Α
1. αυτός που έχει μακριές τρίχες
2. αυτός που έχει πολλές και πυκνές τρίχες, δασύτριχος, μαλλιαρός
3. φρ. «ὗς τανύθριξ» — είδος αγριογούρουνου με ανορθωμένες τις τρίχες τού σώματός του (Σιμων. Αμ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τανυ- τού ρ. τάνυμαι* «τεντώνομαι» + θριξ, τριχός (πρβλ. σκληρό-θριξ)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • τανύτριχα — τανύθριξ masc/fem acc sg τανύτριχος neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τανύτριχος — τανύθριξ masc/fem gen sg τανύτριχος masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τανύτριχος — ον, Α βλ. τανύθριξ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”